λευκοκρατικός

λευκοκρατικός
-ή, -ό
(πετρογρ.)
1. (για πέτρωμα) ανοιχτόχρωμος
2. φρ. «λευκοκρατικό πέτρωμα» — εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται σε ποσοστό μεγαλύτερο τού 50% από ανοιχτόχρωμα ορυκτά, όπως είναι οι άστριοι κ.ά., αλλ. φελσικό πέτρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leucocratic < γερμ. leukokrat < leuk(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -krat (< κρατῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”